Ο Ερντογάν επιμένει να θέτει θέμα κυριαρχίας στα νησιά με πρόσχημα την αποστρατικοποίηση

By Σεπτεμβρίου 27, 2022
Ο Ερντογάν επιμένει να θέτει θέμα κυριαρχίας στα νησιά με πρόσχημα την αποστρατικοποίηση

Επαναφέροντας διαρκώς το ζήτημα της αποστρατικοποίησης ο Ερντογάν θέλει να θέσει συνολικότερο θέμα αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου

Η «διαμαρτυρία» της Τουρκίας για τις παραβιάσεις του υποτιθέμενου καθεστώτος αποστρατικοποίησης των νησιών του Αιγαίου είναι ένα σταθερό στοιχείο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και εντάσεων από τη δεκαετία του 1970.

Όμως, υπάρχει μια κρίσιμη διαφορά: τότε κυρίως ήταν η προσπάθεια της Τουρκίας να θέσει ζήτημα ευρύτερης αναπροσαρμογής του πώς είχαν οριοθετηθεί οι διμερείς σχέσεις και παράλληλα η προσπάθεια μια Τουρκία που έπρεπε να απολογηθεί για την εισβολή στην Κύπρο να δείξει ότι και η άλλη πλευρά ήταν «παραβατική».

Αυτό που κάνει την ανάδειξη του θέματος από την τουρκική πλευρά τώρα κάπως διαφορετική. Ο πρώτος είναι ότι ήδη από τον περασμένο Φεβρουάριο με επιστολές και δηλώσεις Τσαβούσογλου η Τουρκία έθεσε ανοιχτά θέμα κυριαρχίας. Δηλαδή, υποστήριξε ότι εφόσον η Ελλάδα παραβιάζει την πρόβλεψη για αποστρατικοποίηση μπορεί να τεθεί υπό αίρεση η κυριαρχία της σε αυτά τα νησιά:

«Στον ΟΗΕ στείλαμε δυο επιστολές, επειδή η Ελλάδα παραβιάζει το καθεστώς αποστρατιωτικοποίησης των νησιών. Τα νησιά αυτά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα με τις Συνθήκες της Λωζάνης του 1923 και των Παρισίων του 1947 με τον όρο της αποστρατιωτικοποίησης τους. Όμως η Ελλάδα άρχισε να παραβιάζει αυτό το καθεστώς από τη δεκαετία του 1960», ανέφερε τον Φεβρουάριο του 2022 σε συνέντευξή του ο Τούρκος ΥΠΕΞ, συμπληρώνοντας ότι: «Στην επιστολή, που γράψαμε, αναφέραμε πως η Ελλάδα παραβιάζει του όρους των Συνθηκών. Αυτά τα νησιά δόθηκαν υπό όρους και σε περίπτωση που η Ελλάδα δεν αλλάξει στάση τότε είναι συζητήσιμη η κυριαρχία των νησιών αυτών. Διότι παραβιάζεται τους όρους. Στείλαμε τις επιστολές μας. Θα παρακολουθούμε το ζήτημα αυτό. Αν χρειαστεί θα κάνουμε τις τελευταίες μας προειδοποιήσεις και μετά ξεκινάει αυτή η συζήτηση».

Το δεύτερο στοιχείο είναι ο τρόπος που ο Ερντογάν αυτή τη στιγμή δείχνει να θέλει να κάνει μια διεθνή εκστρατεία σχεδόν για να δείξει ότι η Ελλάδα είναι μια παραβατική χώρα που απειλεί μια Τουρκία, που όμως είναι πολύ πιο ισχυρή, ανοίγει αυτό το θέμα. Χαρακτηριστική και η κίνηση του τουρκικού υπουργείου Εξωτερικών να προχωρήσει σε επίσημα διαβήματα προς τις ΗΠΑ και την Ελλάδα επικαλούμενο φωτογραφίες από τουρκικά μη επανδρωμένα οχήματα που κατέγραψαν επιβίβαση αμερικανικής κατασκευής τεθωρακισμένων οχημάτων στη Μυτιλήνη και της Σάμο.

Τι ακριβώς ισχύει με το καθεστώς των νησιών

Όντως για ορισμένα νησιά υπήρχαν προβλέψεις μερικής ή πλήρους αποστρατικοποίησης, διατυπωμένες στο παρελθόν και σε άλλο πλαίσιο.

Ως προς τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη, η σχετική πρόβλεψη αποστρατικοποίησης έπαψε να υπάρχει όταν η Σύμβαση της Λωζάννης για τα Στενά του 1923 καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από τη Σύμβαση του Μοντρέ του 1936, που παραμένει ακόμη σε ισχύ και ορίζει το καθεστώς των Στενών. Μάλιστα, ήδη από το 1936 και την κύρωση της Σύμβασης του Μοντρέ από την Τουρκική Εθνοσυνέλευση, η τότε τουρκική κυβέρνησης είχε ρητά δηλώσει ότι δεν τίθεται πλέον ζήτημα αποστρατικοποίησης.

Ως προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου, η Συνθήκη Ειρήνης της Λωζάννης του 1923 όντως έθετε ζήτημα μερικής αποστρατικοποίησης (π.χ. απαγόρευε την εγκατάσταση ναυτικής βάσης), ενώ αποστρατικοποίηση των Δωδεκανήσων προβλέπει και η Σύμβαση Ειρήνης των Παρισίων του 1947.

Ειδικά οι προβλέψεις του 1947 ανήκαν σε ένα φάσμα ανάλογων προβλέψεων που υπήρχαν στις μεταπολεμικές συνθήκες και καταργήθηκαν στην πράξη από όλες τις πλευρές στη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου, όταν οι χώρες εντάχθηκαν στους αντίπαλους συνασπισμούς και εξοπλίστηκαν.

Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η λογική των αποστρατικοποιημένων περιοχών ανήκει σε μια λογική για το διεθνές δίκαιο που ουσιαστικά αναγνωρίζει περιοχές «μειωμένης κυριαρχίας». Εάν μια χώρα είναι κυρίαρχη, θα πρέπει να μπορεί και να ασκήσει τα δικαιώματα που προκύπτουν από την πλήρη και αδιαίρετη κυριαρχία που ασκεί εντός του εδάφους της και το δικαίωμα ένοπλης άμυνας είναι θεμελιώδης πλευρά της κυριαρχίας.

Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο σε περιοχές όπου υπάρχουν αναγνωρισμένα σύνορα και δεν υπάρχει εμπόλεμη κατάσταση ή διαρκής κρίση. Οι αποστρατικοποιημένες ζώνες που υπάρχουν (π.χ. ανάμεσα στη Βόρεια και τη Νότια Κορέα) αφορούν περιοχές όπου υπήρξαν προηγούμενες πολεμικές συγκρούσεις και όπου διατηρείται ένταση, η περιοχές όπως η Ανταρκτική (με βάση τη σχετική συνθήκη του 1959).

Είναι άλλης τάξης ζήτημα, εάν χώρες επιλέγουν να συνομολογήσουν, ως μέσο οικοδόμησης εμπιστοσύνης και ειρηνικής συνύπαρξης, αμοιβαίο περιορισμό της συνοριακής στρατιωτικής παρουσίας και άλλο προφανώς μια εκ των προτέρων άρνηση του δικαιώματος να ασκηθεί πλήρης κυριαρχία (άρα και άμυνα) σε συγκεκριμένες περιοχές.

Επιπλέον, είναι σαφές ότι η απόδοση αυτών των περιοχών στην ελληνική κυριαρχία είναι μια διαδικασία μη αναστρέψιμη και δεν εξαρτάται από την τήρηση των όρων των συμφωνιών. Δηλαδή, ανεξαρτήτως του εάν τηρούνται ή όχι οι όροι των αρχικών συνθηκών που απέδωσαν μια περιοχή στην κυριαρχία μιας χώρας, η κυριαρχία αυτή δεν μπορεί να αναιρεθεί.

Από εκεί και πέρα η Ελλάδα παγίως επικαλείται την τουρκική επιθετικότητα μετά το 1974, και υποστηρίζει ότι ως κυρίαρχο κράτος έχει το περιθώριο εντός των συνόρων της να πάρει όλα τα μέτρα για να προασπίσει την εδαφική ακεραιότητά της. Ιδίως όταν απέναντι είναι μια χώρα που παρανόμως εισέβαλε στην Κύπρο το 1974 και που ακόμη και σήμερα διατηρεί στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων (χωρίς τυπική εξουσιοδότηση από τη διεθνή κοινότητα) και στο Ιράκ και προφανώς στη «ζώνη ασφαλείας» εντός εδάφους Συρίας.

Μέχρι που θα το πάει η Τουρκία;

Το κρίσιμο ερώτημα είναι μέχρι που είναι διατεθειμένη να κινηθεί η Τουρκία. Στο παρελθόν αυτού του είδους οι αμφισβητήσεις, ακόμη και όταν πήραν τη μορφή των «γκρίζων ζωνών» παρέπεμπαν τελικά σε μια συνολική διαπραγμάτευση, που δεν θα λάμβανε προφανώς υπόψη τις ελληνικές θέσεις, αλλά με αφετηρία τις τουρκικές θέσεις θα οδηγούσε σε ένα νέο πλαίσιο που θα αποτύπωνε τον πραγματικό συσχετισμό και θα διόρθωνε τις υποτιθέμενες αδικίες σε βάρος της Τουρκίας.

Κρίσιμη πλευρά αυτής της στρατηγικής η κατά περίπτωση ομολογημένη ή ανομολόγητη εκτίμηση (και προσδοκία) ότι θα υπήρχε μια αμερικανική παρέμβαση που θα επικύρωνε έναν ορισμένο συσχετισμό. Και βέβαια ήταν σαφής η αίσθηση ότι ήταν μεν όλα στο τραπέζι, αλλά τα κρίσιμα ερωτήματα, πέραν της πάγιας τουρκικής θέσης ότι «το Αιγαίο δεν πρέπει να γίνει ελληνική θάλασσα», ήταν αυτά που αφορούσαν την υφαλοκρηπίδα, τις ΑΟΖ και την εκμετάλλευση τυχόν κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

Τώρα, η Τουρκιά δείχνει να κινείται με βάση μια αντίληψη ότι όντως στο τραπέζι πέραν των ζητημάτων υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ (και των γκρίζων ζωνών που ως έναν βαθμό συνδέονταν με αυτό), τίθεται το θέμα της ελληνικής κυριαρχίας σε νησιά, που ουδέποτε αμφισβητήθηκε μέχρι τώρα.

Κανείς θα μπορούσε να πει ότι η Τουρκία γνωρίζει ότι είναι πολύ δύσκολο κανείς να αμφισβητήσει έτσι την κυριαρχία και απλώς κλιμακώνει μια «ρητορική» ένταση. Όμως, το είδος της ρητορικής και οι ανοιχτές απειλές παραπέμπουν πολύ περισσότερο σε μια επιλογή να είναι η Τουρκία αυτή που θα διαμορφώνει το επίπεδο κλιμάκωσης και θα μπορεί να ανεβάζει κατά το δοκούν την κλίμακα των επιδίκων.

Και βέβαια όλα αυτά παραπέμπουν επίσης και σε μια προλείανση του εδάφους για «μονομερείς ενέργειες». Ας μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για χώρα που έχει στρατιωτική παρουσία εκτός συνόρων, παραβιάζοντας την κυριαρχία και του Ιράκ και της Συρίας και που μπορεί να διεκδικεί για αυτές τις επιχειρήσεις κάποια συναίνεση (ένα «πράσινο φως» από άλλες δυνάμεις όπως π.χ. τις ΗΠΑ και τη Ρωσία για τη Συρία), όμως ταυτόχρονα δεν έχει πρόβλημα και με μονομερείς κινήσεις για τη διαμόρφωση τετελεσμένων.

Εάν το όραμα του Ερντογάν είναι μια συνολική αναδιαπραγμάτευση των όρων που χαράχτηκαν τα σύνορα ανάμεσα στην Τουρκία και την Ελλάδα, τότε είναι προφανές ότι αυτή η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας θα ενταθεί, μέχρι του βαθμού του να διαμορφωθεί στην διεθνή κοινή γνώμη η αίσθηση ότι δεν μιλάμε για μορφές επικίνδυνης επιθετικότητας αλλά για παρεμβάσεις που αφορούν «διαφιλονικούμενες» περιοχές. Και τότε το ενδεχόμενο η ρητορική να γίνει πρακτική θα είναι αρκετά πιο πιθανό.

 

πηγη

Rate this item
(0 votes)