Στη σύγχρονη επιστήμη της στρατηγικής ανάλυσης ο όρος καταγράφεται ως η «παγίδα του Θουκυδίδη» – και έχουν εστιάσει σε αυτόν τις τελευταίες δεκαετίες σχεδόν όλοι οι κορυφαίοι διεθνολόγοι και αναλυτές σε Ανατολή και Δύση. Τον αναζήτησαν αρκετοί και μετά την εντολή του Πούτιν για τη στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία, πολλοί στρέφονται σε αυτόν εσχάτως και με αφορμή το κρεσέντο απειλών και λεονταρισμών της Τουρκίας κατά της Ελλάδας. Η «παγίδα του Θουκυδίδη» έχει εξελιχθεί διεθνώς σε ερμηνευτικό εργαλείο για τα αίτια του Πελοποννησιακού Πολέμου, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ερμηνευτικό εργαλείο για τους περισσότερους πολέμους.
Η θεωρία που ανέπτυξε ο Θουκυδίδης, έστω κι αν δεν χρησιμοποίησε από την πλευρά του τον ίδιο όρο, αναδεικνύει τις μεταβολές που συνεπάγεται μια ανατροπή στην ισορροπία ισχύος σε μια περιοχή, στενή ή ευρύτερη. Οταν μια ισχυρότερη δύναμη αντιλαμβάνεται την άνοδο μιας άλλης, συνήθως επιλέγει τον δρόμο της σύγκρουσης – ενίοτε κινούμενη προληπτικά για να διαφυλάξει τη δική της ασφάλεια, πριν η ανερχόμενη δύναμη την επισκιάσει. Τον 5ο αιώνα π.Χ. η ισχυρή Σπάρτη διαισθανόταν ότι η αθηναϊκή άνοδος – οικονομική και στρατιωτική – στο τέλος της ημέρας θα δημιουργήσει δισεπίλυτα προβλήματα σε όσους κατοικούσαν στη λακωνική πεδιάδα και στους συμμάχους τους, και κάπως έτσι οι αφορμές για μια άγρια σύγκρουση που άλλαξε την ιστορία του ελλαδικού χώρου βρέθηκαν γρήγορα.
Το ερώτημα είναι εάν η Τουρκία αισθάνεται πράγματι ότι απειλείται από την Ελλάδα και τη νέα στρατηγική της, που βασίζεται και στην εξοπλιστική θωράκισή της. Μια σειρά υπουργών του Ερντογάν φαίνεται ότι το πιστεύουν, καθώς επικεντρώνονται το τελευταίο διάστημα στην «ελληνική απειλή».
Σίγουρα το υιοθετούν, όμως, αρκετοί προβεβλημένοι τούρκοι αναλυτές, αλλά και πολλά τουρκικά ΜΜΕ που αναδεικνύουν κινδύνους από την αλλαγή ισχύος στο Αιγαίο. Η αναβαθμισμένη ελληνική γραμμή κρούσης με τα Rafale, τις Belh@rra, τα εκσυγχρονισμένα F-16 και προσεχώς με τα F-35 της τεχνολογίας Στελθ, και τις κορβέτες, δεν αντιμετωπίζεται με ζήλεια από τη γείτονα, αλλά από αρκετούς φοβικά. Ολο και περισσότερες αναλύσεις, που διαμορφώνουν κι ένα σημαντικό τμήμα της τουρκικής κοινής γνώμης, εμποτίζονται από προκλητικές αναφορές σε μια επεκτατική Ελλάδα που εξοπλίζεται ταχύτατα.
Το ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου προβάλλεται ως ανάχωμα σε έναν σχεδιασμό επιθέσεων από τις ελληνικές δυνάμεις που βρίσκονται στην ακριτική γραμμή. Ακόμη και οι εκδηλώσεις για το 1922 συνδέονται με τον «ελληνικό επεκτατισμό», όπως και οι αμυντικές συμφωνίες της Αθήνας με το Παρίσι και την Ουάσιγκτον. Στην απέναντι πλευρά του Αιγαίου όλο και περισσότεροι βλέπουν μια διαφορετική εικόνα να αναδύεται – που οι απειλές, σε επίπεδο κορυφής πλέον, από εκείνους που «θα έρθουν νύχτα» πληθαίνουν.
Δεν είναι πια ο υπερεθνικιστής «γκρίζος λύκος» Μπαχτσελί που απειλεί σε καθημερινή βάση, επιδιώκοντας να διατηρήσει το δικό του ακροατήριο. Είναι ο ίδιος ο Ερντογάν που πηγαίνει προς τις κάλπες ως «στρατηλάτης», και από κοντά και οι υπουργοί του, ακόμη κι εκείνοι που εμφανίζονταν πιο συγκρατημένοι.
Προχθές ήταν ο Τσαβούσογλου, χθες ακολούθησε ο Ακάρ και το βράδυ επανήλθε ο Τσαβούσογλου, βάζοντας εκ νέου και ζήτημα μειονότητας. Ο τούρκος υπουργός Αμυνας, επανερχόμενος και στην πρόταση για διάλογο, συνέστησε στην Ελλάδα «να μην παρασύρεται από άλλους και να πατάει στη γη». Το μήνυμα είναι να μη θεωρεί η Ελλάδα ότι μπορεί να μεγαλώσει περισσότερο.
Προφανώς η ελληνική ανάγνωση της τουρκικής προκλητικότητας και εμπρηστικής ρητορικής είναι διαφορετική. Ούτε θα μπορούσε να αναμένει κανείς να εμφανιστεί η Αθήνα ότι κινείται από θέση αδυναμίας για να ηρεμήσει η Αγκυρα.
Κάθε αναλυτής στρατηγικής, άλλωστε, δίπλα στην «παγίδα του Θουκυδίδη» θα συμπλήρωνε ότι ο «κατευνασμός» δεν είχε ποτέ τα επιθυμητά αποτελέσματα. Αλλά, ακόμη και μέσα σε αυτό το σκηνικό, που θα συντηρήσουν και οι εκατέρωθεν προεκλογικοί σχεδιασμοί, η πόρτα του διαλόγου πρέπει να μείνει ανοικτή.