Δίκη για τη φωτιά στο Μάτι: Συγκλόνισε πυροσβέστης που το έχασε 6 μηνών παιδί του

By Ιανουαρίου 12, 2023
Δίκη για τη φωτιά στο Μάτι: Συγκλόνισε πυροσβέστης που το έχασε 6 μηνών παιδί του

 

Κρατώντας λευκά τριαντάφυλλα στη μνήμη του μόλις έξι μηνών βρέφους που έφυγε τόσο πρόωρα από τη ζωή κατά τη φωτιά στο Μάτι, συγγενείς θυμάτων έφτασαν σήμερα, Πέμπτη (12/1) στη δικαστική αίθουσα, όπου διεξάγεται η δική για τη συγκεκριμένη υπόθεση. Μάλιστα έξω από το δικαστήριο είχαν τοποθετήσει μαύρα πανιά εκφράζοντας το πένθος τους και τη συμπαράστασή τους στον πατέρα του παιδιού, ο οποίος λίγο αργότερα κατέθεσε στο ακροατήριο.

Πρόκειται για τον κ. Ανδρέα Δημητρίου, πυροσβέστη στο επάγγελμα, ο οποίος είναι ο μόνος που απέμεινε από τη συγκεκριμένη οικογένεια, καθώς εκτός από τον γιο του, στις φλόγες έχασε και τη σύζυγο του, Μαργαρίτα. Το μόλις έξι μηνών παιδί του, το οποίο άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Παίδων», είναι το μικρότερο σε ηλικία θύμα της τραγωδίας που έπληξε στην Ανατολική Αττική τον Ιούλιο του 2018.

«Είμαι μόνιμος κάτοικος στο Μάτι. Είμαι πυροσβέστης και εκείνη την ημέρα είχα τελειώσει την υπηρεσία μου και ήμουν στο σπίτι μου. Γύρω στις 5 ήρθε μήνυμα που μας καλούσε να πάμε στην υπηρεσία σε γενική επιφυλακή. Πήγα. Η σύζυγος ήταν στη διαδικασία να κοιμίσει τον μικρό. Καθ’ όλη τη διάρκεια που ήμουν στην υπηρεσία χτυπάγανε τα τηλέφωνα από κάτοικους που ήταν έντρομοι. Δεν υπήρχε διαθέσιμο μέσο εκείνη τη στιγμή όλα τα πυροσβεστικά ήταν έξω. Γύρω στις 6 συνάδελφος μου είπε ότι η πυρκαγιά θα μπει στο Μάτι και ότι έχει περάσει τη Μαραθώνος. Πήρα τη σύζυγο και της είπα να φύγει γιατί τα πράγματα δεν είναι καλά. Προσπάθησα να μιλήσω ξανά. Την άκουγα πανικόβλητη» είπε ο κ. Δημητρίου για να συνεχίσει τη συγκλονιστική κατάθεσή του:

«Μετά από λίγο προσπάθησα να μιλήσω με συναδέλφους που είχαν πάει στο σημείο. Με πήρε ο διοικητής γύρω στις 7 και μου είπε να πάρω το δικό μου αμάξι και να πάω στο σημείο να ενημερώσω τον κόσμο να φύγει. Πήγα και είδα ότι τα πράγματα ήταν πολύ δύσκολα. Με είχε συνοδεύσει ένας συνάδελφος. Προσπαθούσαμε να ενημερώσουμε το κόσμο. Επιστρέψαμε στην υπηρεσία».

Ο μάρτυρας αναφέρθηκε στη συνέχεια στην απώλεια των μελών της οικογένειας του για να περιγράψει στην κατάθεσή του: «Γύρω στις 9 δέχθηκα μια κλήση. Μου είπαν ότι η Μαργαρίτα με τον μικρό ήταν στην παραλία. Ξεκίνησα. Με πήρε ο πεθερός μου και είχε φτάσει πριν από εμένα. Μου είπε να είμαι προετοιμασμένος και πως τα πράγματα δεν ήταν καλά. Έφτασα, δεν πίστευα ότι μπορεί να έχει γίνει αυτή η ζημία. Ο κόσμος στην παραλία ήταν σε κατάσταση σοκ. Άκουσα μια φωνή. Ήταν του πεθερού μου. Είδα τον μικρό να τον κράτα κάποιος άγνωστος και να του κάνει ανάνηψη. Η σύζυγος μου ήταν στη παράλια πεσμένη με τα μάτια κλειστά».

Ο κ. Δημητρίου κατέθεσε ότι στη συνέχεια βρέθηκε στο νοσοκομείο «Παίδων» όπου είχαν μεταφέρει το ανήλικο παιδί του αλλά και στον «Ευαγγελισμό» όπου είχε διακομισθεί η σύζυγός του. «Οι γιατροί με έβαλαν σε ένα χώρο να μου μιλήσουν. Κατάλαβα. Ήρθαν μετά από λίγο και μου είπαν ότι δεν μπόρεσαν να τον επαναφέρουν. Πήγα και τον είδα σε ένα χώρο που τον είχαν. Του είπα το τελευταίο αντίο. Έπρεπε να πάω στον "Ευαγγελισμό" που ήταν η Μαργαρίτα είχε διασωληνωθεί. Ζορίστηκα να την αναγνωρίσω. Τα εγκαύματα ήταν παντού, ήταν σαν βλέπω άλλο άτομο. Μετά από ημέρες κατέληξε» ανέφερε ο μάρτυρας σημειώνοντας στη συνέχει πως ο κόσμος στο Μάτι θα έπρεπε να είχε ενημερωθεί για αυτό που έρχονταν ώστε να μετακινηθεί σε ασφαλές μέρος. «Υπήρχε ακόμη χρόνος για το Μάτι. Ήταν αφημένοι στην τύχη τους. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση κανένας συντονισμός. Δεν έκαναν τίποτα», είπε ο μάρτυρας.

«Έργο επιστημονικής φαντασίας»

Νωρίτερα στο ακροατήριο είχε καταθέσει η κυρία Δήμητρα Γουναρίδη, κάτοικος στο Μάτι η οποία έζησε τη φρίκη καταφέρνοντας να επιβιώσει έχοντας υποστεί εγκαύματα αλλά και μετατραυματικό στρες, όπως είπε. «Γύρω στις 5 βγήκα έξω είδα τον ουρανό πορτοκαλί. Άνοιξα την τηλεόραση και το μόνο που έλεγαν ήταν για την Κινέττα. Γύρω στις 5:30 το απόγευμα εκείνης της ημέρας με πήρε μια φίλη μου και μου είπε "η φωτιά έχει φουντώσει πάρε ό,τι νομίζεις πολύτιμο για σένα και ετοιμάσου". Της είπα "αποκλείεται να συμβεί κάτι δεν ακούσαμε κάτι μια σειρήνα". Ο ουρανός γίνονταν όλο και πιο σκοτεινός και βλέπαμε αποκαΐδια. Όμως δεν βλέπαμε κανένα πυροσβεστικό όχημα. Ετοίμασα τα πράγματα μου. Ένιωθα ότι κάτι κακό θα συμβεί. Πήρα την μητέρα μου και της είπα να ξέρετε ότι σας αγαπάω. Τηλεφώνησα και στον αδελφό μου, του είπα τα ίδια και να προσέχει τους γονείς μας», ανέφερε η μάρτυρας η οποία κατέθεσε στη συνέχει πως γύρω στις 6:15 μαζί με τη φίλη της που είχε φτάσει στο σπίτι της αποφάσισε να εγκαταλείψει το σημείο.

Όπως κατέθεσε η μάρτυρας μαζί με τη φίλη της κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα και εκεί τα όσα βίωσε παρέπεμπαν σε σενάριο από ταινία επιστημονικής φαντασίας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε: «Φτάσαμε στη θάλασσα. Ακούγαμε εκρήξεις, αυτοκίνητα έσκαγαν, ξύλα έπεφταν μέσα στη θάλασσά και τέντες από τα μαγαζιά. Έκανα την προσευχή μου. Βγάλαμε τις μπλούζες και τις βάλαμε για μάσκα. τα ουρλιαχτά που ακούγαμε από τους ανθρώπους που καίγονταν, τα κλάματα των παιδιών και τα ουρλιαχτά των σκύλων δε θα τα ξεχάσω ποτέ. Δίπλα μου έκαναν ανάνηψη σε ένα μωρό και η μανά του προσπαθούσε να το κρατήσει στη ζωή. Για ώρες ήμασταν αβοήθητοι μέσα στη θάλασσα. Παίρναμε απανωτά τηλέφωνα σε λιμενικό και αστυνομία αλλά κάνεις δε μας απάντησε. Ήταν σαν να βλέπω έργο επιστημονικής φαντασίας. Μέσα στο σκοτάδι δεν βλέπαμε ο ένας τον άλλον. Εν καιρώ ειρήνης να μας έχουν εγκαταλείψει μέσα στη θάλασσα», ανέφερε η μάρτυρας και συνέχισε: «Καταφέραμε να βγούμε έξω. Υπήρχαν άνθρωποι καμένοι. Πήγαμε να βοηθήσουμε μια γυναίκα να τη βγάλουμε έξω. Την πιάσαμε από τα μπράτσα και μας έμειναν οι σάρκες της».

Η κυρία Γουναρίδη, το σπίτι της οποίας κάηκε ολοσχερώς στο Μάτι, μίλησε στη συνέχεια για τα όσα αντίκρισε φτάνοντας στο λιμάνι της Ραφήνας χάρη στη βοήθεια ενός Ιταλού εθελοντή, όπως είπε. «Εκεί είδα το ανύπαρκτο κράτος μας. Δεν υπήρχε ένα ασθενοφόρο, ένας να μας δώσει μια κουβέρτα. Πού ήταν το κράτος; Μας έκαναν την καταγραφή σε χαρτί μιας εφημερίδας που είχαν κάτι Ιταλοί. Δεν είχαν χαρτί να μας καταγράψουν» είπε για να προσθέσει:

«Πήγα την επόμενη ημέρα. Σπίτια κουφάρια. Δεν το πίστευα. Το σπίτι μου είχε καεί ολοσχερώς και όλα τα σπίτια της γειτονιάς. Πήγα σε ψυχίατρο για να σταθώ στα πόδια μου. Έπαθα μετατραυματικό στρες. Ξεκίνησε ένας Γολγοθάς για το που θα μείνουνε. Είχα μείνει με τα εσώρουχα και τις σαγιονάρες. Πηγαίναμε σε δομές για να πάρουμε ρούχα. Μας βοήθησαν μονό φίλοι και εθελοντές. Το κράτος δε μας βοήθησε πουθενά. Μόνο εμπαιγμός από τον κ. Τσίπρα. Είναι απαράδεκτο και αισχρό ότι δεν έχει υπάρξει ένας που να φοράει παντελόνια και να πει «συγνώμη φτιάξαμε».

«Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι»

Για την απώλεια της μητέρας του και της αδελφής του, ηλικίας 56 και 26 ετών αντίστοιχα, μίλησε στην κατάθεσή του ο κ. Ιωάννης Χαρδαλούπας. «Γυρίζοντας το απόγευμα σπίτι είδα την αδερφή μου στον κήπο να ρίχνει ήδη νερό στα δέντρα. Κανένας δεν είχε καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Μου είπε εδώ είναι Ελλάδα πρέπει να τα κάνουμε όλα μόνοι μας, δεν είναι Νέα Υόρκη. Κάποια στιγμή είμαστε στην αυλή και πέρασε ένα περιπολικό και μας είπε "για καλό και για κακό φύγετε". Πήγαμε να πάρουμε τα αυτοκίνητα. Η αδερφή μου μπήκε στο ίδιο με τη μητέρα μου και εγώ ακολουθούσα με το δεύτερο αυτοκίνητο» είπε ο μάρτυρας, αναφέροντας πως ο δρόμος προς την λεωφόρο Μαραθώνος ήταν απροσπέλαστος από τις φλόγες.

«Αν υπάρχει κόλαση έτσι πρέπει να είναι» είπε ο κ. Χαρδαλούπας για να συνεχίσει: «Το αυτοκίνητο που επέβαιναν η αδερφή και η μητέρα μου ήταν φλεγόμενο. Τις έβαλα στο δικό μου αυτοκίνητο ήταν καμένες. Βγήκα στην Μαραθώνος και πήγα στο κέντρο υγείας στη Νέα Μάκρη. Συνάντησα μπλόκο της αστυνομίας και μου είπαν ότι θα πας μέσα από το Μάτι. Νόμιζα ότι κάτι ήξεραν. Μόλις μπήκα στο Μάτι κατάλαβα ότι αν δεν έπαιρνα την κατάσταση στα χέρια μου θα καιγόμασταν όλοι… Φτάσαμε στο Μαρούσι, τις διασωλήνωσαν. Τις έχασα και τις δύο».

Δεν μπορώ να διανοηθώ πώς η κόρη μου κάηκε σε σπίτι δίπλα στη θάλασσα»

Στη δίκη κατέθεσε σήμερα και ο κ. Άγγελος Σιαπκάρας, ο οποίος έχασε την κόρη του στις φλόγες. Ο μάρτυρας κατέθεσε: «Την ημέρα της φωτιάς η κόρη μου ξύπνησε το γαμπρό μου από τους καπνούς. Αποφάσισαν να φύγουν. Ο γαμπρός μου πήρε το παιδί του και έφυγε προς τη θάλασσα. Η κόρη μου κάηκε... 140 βήματα δικά μου ήταν η θάλασσα και μέχρι να φύγουν το σπίτι είχε πάρει φωτιά. Δεν μπορώ να διανοηθώ πως έγινε και κάηκε η κόρη μου σε ένα σπίτι δίπλα στη θάλασσα. Αν κάποιος τους ειδοποιούσε πιο νωρίς ως όφειλε θα είχε σωθεί η κόρη μου και τόσοι άλλοι… Το παιδί αναπολεί τη μαμά του. "Θα ήθελα να μην είχε πεθάνει" έγραψε σε μια εργασία του στο σχολείο για τη μαμά του. Τώρα στις γιορτές μου είπε "παππού να πάμε να πούμε τα κάλαντα στη μαμά" και πήγαμε πάνω από τον τάφο της να πούμε τα κάλαντα Ξυπνάμε και κοιμόμαστε με αυτό».

Η δίκη συνεχίζεται.

ΠΗΓΗ

Rate this item
(0 votes)