AegeanReport - Με αγάπη για το Βόρειο Αιγαίο! Ειδήσεις, παράδοση, πολιτική, καλλιτεχνικά, πολιτισμός.
Σε παλαιότερες εποχές, όταν ο δικομματισμός στην Ελλάδα ήταν κυρίαρχος και οι κυβερνητικές παρατάξεις στηρίζονταν σε στιβαρές πλειοψηφίες, το ενδεχόμενο μια κυβέρνηση να βλέπει μία στρατηγική της επιλογή να απορρίπτεται από το ένα τρίτο των κυβερνητικών βουλευτών, να υπερψηφίζεται μόλις από το 107 δικούς της βουλευτές και να χρειάζεται τη γενναιόδωρη στήριξη τεσσάρων κομμάτων της αντιπολίτευσης για να την περάσει, θα θεωρείτο σημάδι μεγάλης αδυναμία και σίγουρα η λέξη «δεδηλωμένη» θα εμφανιζόταν σε κάποιο πρωτοσέλιδο. Παρ’ όλα αυτά, το 2024 η όλη διαδικασία παρουσιάζεται από την κυβέρνηση ως μία μεγάλη νίκη για τον κοινοβουλευτική διαδικασία και για τον εκσυγχρονισμό της του οικογενειακού δικαίου.
Μια μεταρρύθμιση που η κυβέρνηση αδυνατούσε να περάσει με τις δικές της δυνάμεις
Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι ότι από τη συζήτηση αυτής της εβδομάδας στη Βουλή φάνηκε σαφώς ότι ένα μεγάλο μέρος της Νέας Δημοκρατίας δεν ήθελε αυτή την προοδευτική μεταρρύθμιση και σίγουρα η όλη Νέα Δημοκρατία δεν μπορούσε να την περάσει.
Δηλαδή, σε ένα θέμα που αντιστοιχεί στον πυρήνα μιας υποτίθεται φιλελεύθερης και «κεντρώας» στρατηγικής, ακριβώς την ταυτότητα που διεκδικεί μια παράταξη της οποίας ο ηγέτης αποφεύγει συστηματικά να αναφερθεί στη δεξιά ή ακόμη και την κεντροδεξιά ως πολιτική παράταξη, αποδείχτηκε ότι η Νέα Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να περάσει τη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση.
Ουσιαστικά, σε αυτό το θέμα η υποτιθέμενη στιβαρή κυβερνητική πλειοψηφία αποδείχτηκε ένα «πουκάμισο αδειανό», στοιχείο που γεννά εύλογα ερωτήματα για το είδος των πολιτικών που όντως μπορεί να προωθήσει με τις δικές της δυνάμεις η Νέα Δημοκρατία σήμερα.
Και εάν θέλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, ήταν πολύ πιθανό ούτε αυτή η μεταρρύθμιση να προωθείτο, εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν επεδίωκε να περάσει τη ρύθμιση ως απάντηση ουσιαστικά στο σφυροκόπημα που δέχεται η κυβέρνηση στα ζητήματα κράτους δικαίου και στον ορίζοντα της ιδιαίτερα κρίσιμης έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε λίγους μήνες πάνω σε αυτό το θέμα. Τυχόν υπαναχώρηση από την αρχική του δέσμευση θα είχε έναν ευρύτερο αρνητικό αντίκτυπο. Και βέβαια ήταν παραπάνω από σαφές ότι αντιμέτωπη από το διπλό κλοιό των φοιτητικών και αγροτικών κινητοποιήσεων, η κυβέρνηση χρειαζόταν μια «ανάπαυλα», μια μετατόπιση του ενδιαφέροντος της κοινής γνώμης και μια «αλλαγή ατζέντας» σε ένα θέμα όπου η αντιπολίτευση στο μεγαλύτερο μέρος της θα συναινούσε.
Πραγματικό πολιτικό τραύμα για κυβέρνηση και Μητσοτάκη
Ωστόσο, αυτό δεν αναιρεί το πραγματικό πολιτικό τραύμα που αφήνει η όλη διαδικασία και στην κυβερνητική παράταξη και στον ίδιο τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Δεν ήταν μια επιμέρους πρωτοβουλία. Δεν ήταν ένα δύσκολο αλλά αναγκαίο νομοσχέδιο που έπρεπε να περάσει ως ανειλημμένη δέσμευση, όπου την πίεση θα τη δεχόταν κυρίως το υπουργείο που θα την εισηγείτο. Ήταν μια κεντρική πολιτική επιλογή του ίδιου του πρωθυπουργού, μια μεταρρύθμιση επί της ουσίας με τη δική του υπογραφή, η οποία πάρα πολύ απλά συνάντησε τη ρητή και έμπρακτη αντίθεση ενός πολύ μεγάλου μέρους της δικής του παράταξης.
Τα όρια της συναίνεσης «α λα καρτ»
Όλα αυτά γεννούν και ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα. Όπως και να το δει κανείς, δεν μπορεί να υπάρχει «συναίνεση α λα καρτ». Δηλαδή, δεν μπορεί η κυβέρνηση σε ένα κρίσιμο ζήτημα να προσφεύγει στην αντιπολίτευση και να ζητά την ευρύτερη δυνατή συναίνεση και σε άλλα θέματα να επικαλείται την κοινοβουλευτική… παντοδυναμία.
Δεν γίνεται, για παράδειγμα, το νομοσχέδιο για το γάμο των ομόφυλων να στηρίζεται κατεξοχήν στην ψήφο της αντιπολίτευσης, ως ένα βαθμό για να ξεπεραστούν και αρνητικά αντανακλαστικά υπαρκτά και ριζωμένα στην κοινωνία, και σε ένα θέμα όπως τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, όπου υπάρχει ταυτόχρονα πλατιά κοινωνική αντίθεση ιδίως των κοινωνικών και ηλικιακών κατηγοριών που το ζήτημα αφορά, μεγάλες και δυναμικές κινητοποιήσεις με επιπτώσεις και σαφής αντίθεση της αντιπολίτευσης, η κυβερνητική λογική να είναι «μόνο η Βόρεια Κορέα δεν έχει» και η συζήτηση να γίνεται με λογική φαστ τρακ. Και αυτό παρότι μέχρι πρότινος η κυβέρνηση δεσμευόταν ότι το θέμα θα συζητηθεί μέσα στη συνταγματική αναθεώρηση που εμπεριέχει και διαδικασία συζήτησης και αναγκαστικές συναινέσεις για να διαμορφωθεί συσχετισμός.
Η κοινωνία βλέπει και σταθμίζει
Και βέβαια θα ήταν μεγάλο λάθος της κυβέρνησης να πιστέψει ότι η κοινωνία θα προσπεράσει αυτή τη στιγμή πραγματικής και μεγάλης κοινοβουλευτικής αδυναμίας της κυβερνητικής παράταξης ή να κάνει έναν «ιδιοτελή» υπολογισμό δεδομένων των συντηρητικών κοινωνικών αντανακλαστικών, θα έχει κόστος και η αντιπολίτευση. Γιατί μπορεί η σημερινή κατάσταση της αντιπολίτευσης να κάνει αρκετά δύσκολη τη διαμόρφωση ενός στοιχειωδώς επαρκούς «αντιπάλου δέους», όμως για τα κοινωνικά κομμάτια που σταθμίζουν σήμερα τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και το εάν και σε ποιο βαθμό πρέπει να διεκδικήσουν δυναμικά τα αιτήματά τους, η εικόνα μιας αποδυναμωμένης κυβερνητικής παράταξης, είναι σίγουρα μια προτροπή σε δράση. Και αυτό σημαίνει ότι σταδιακά μπαίνουμε σε έναν πολιτικό κύκλο όπου η υποτιθέμενη κυβερνητική παντοδυναμία σαφώς θα ξεθωριάζει, όπου κοινωνικές δυνάμεις θα βγαίνουν πιο αποφασιστικά στο προσκήνιο, «υποκινούμενες» από υπαρκτά προβλήματα, και αυτό θα κάνει τα πράγματα για την κυβέρνηση όλο και πιο δύσκολα.