AegeanReport - Με αγάπη για το Βόρειο Αιγαίο! Ειδήσεις, παράδοση, πολιτική, καλλιτεχνικά, πολιτισμός.
Ο χιλιοτραγουδισμένος τρύγος του σαμιώτικου μοσχάτου ξεκίνησε φέτος τη Δευτέρα 22 Ιουλίου 2024, λόγω των παρατεταμένων υψηλών θερμοκρασιών των τελευταίων ημερών.
Παρότι πρώιμος χρονικά, φαίνεται να είναι εξαιρετικής ποιότητας, με τις χρυσαφένιες ρόγες του μοσχάτου σταφυλιού να αποκαλύπτουν και φέτος τη διαχρονική δυναμική τους. Η συγκομιδή αναμένεται να διαρκέσει ως το Σεπτέμβη και εκτιμάται ως ποσοτικά ικανοποιητική και ποιοτικά υψηλή («καλή σοδειά»).
«Χίλια γομάρια»
Η σαμιώτικη ντοπιολαλιά έχει ένα σωρό παροιμίες και γνωμικά που σχετίζονται με την αδιάκοπη χειρωνακτική προσπάθεια των αμπελοκαλλιεργητών της Σάμου: «Τ’ αμπέλια και τα ζουντανά είνι για κ’νους π΄τα δ’λεύνι».
Η κυρίαρχη ευχή που ακούγεται μέχρι και σήμερα στα αμπέλια του μοσχάτου στη Σάμο είναι: «Χίλια γομάρια»!
Κι η απάντηση είναι: «Τα μ’ σά θ’ κά σ» ή «χίλιες ευχές να σ’ ακλουθάνι».
Μνήμες από τον τρύγο του μοσχάτου
Σύμφωνα με τις βιωματικές μαρτυρίες των πιο παλαιών αμπελουργών της Σάμου, ο τρύγος ήταν (και είναι) μια πολυήμερη καλοκαιρινή «γιορτή» σε όλο το νησί. Αμπελουργοί που θυμούνται τι γινόταν στη Σάμο από τη δεκαετία του ’50 αναφέρουν ότι οι προετοιμασίες ξεκινούσαν νωρίς. Σε όλα τα αμπελοχώρια καθαρίζονταν οι δρόμοι από κλαδιά και βάτα, ενώ επισκευάζονταν και οι «ντουσιμέδες» (τα καλντερίμια). Οι παραγωγοί ετοίμαζαν τις «σταφυλοσακούλες» προσέχοντας να έχουν όλες «κρικέλλες» και σχοινάκια για το δέσιμο, ενώ μέχρι και οι πιο μικρές τρύπες μπαλώνονταν. Σειρά είχαν τα κοφίνια, τα «γαλίκια», οι «κοφίνες», οι «κόφες» κι οι «σελέδες, αλλά και τα εργαλεία κοπής τα «κατσούνια», τα «κατσ’νάκια» ή οι «κατσούνες» (τα μεγαλύτερα) τα οποία τροχίζονταν για να είναι κοφτερά.Εκείνες τις μέρες περνούσαν από όλα τα χωριά οι «σιδεράδες» που πουλούσαν καινούργια κατσούνια, οι «πραματευτάδες», οι «καλαθάδες» κι οι «ματραμπάζ’δις» (ζωέμποροι). Γαιδουράκια και άλογα πήγαιναν στον πεταλωτή ώστε τα πέταλα να μη γλιστράνε στους «ντουσιμέδες». Τα σαμάρια παραγεμίζονταν με ξερά χόρτα, για να μην πληγώνονται τα ζώα από τα μεγάλα φορτία.
Όταν ο «ντελάλης» διαλαλούσε ότι θα ανοίξει η «πόστα», άρχιζε το τρέξιμο. Οι αμπελουργοί έφευγαν αξημέρωτα για να πάνε στα αμπελάκια τους να δουν αν το σταφύλι θέλει κόψιμο (αν ωρίμασε δηλαδή) κι αμέσως κανόνισε τα «κουρίτσα» (εργάτριες) για τον τρύγο, όπως και τους «κουβαλητάδες» και τους «αγωγιάτες». Σταφυλοδόχοι υπήρχαν σε πολλά σημεία. Καθαρισμένες, ασπρισμένες, με το προσωπικό έτοιμο και τον εξοπλισμό στη θέση του, περίμεναν τα «μαξούλια» (τη συγκομιδή).
Όταν ξημέρωνε η μέρα του τρύγου, πριν καν βρει ο ήλιος, όλο το χωριό ήταν στο πόδι. Στα αμπελάκια, ομάδες εργατών με μακρυμάνικα πουκάμισα για προφύλαξη από «μουχρίτσες» και «ντάβανους» (έντομα), ψαθωτά καπέλα δεμένα στο πηγούνι με μαντήλια, για προστασία από τον ήλιο για τις γυναίκες και κεφαλομάντηλα ή καπέλα ψάθινα για τους άντρες.
Στην παραλαβή των σταφυλιών, ο προϊστάμενος συντόνιζε την όλη διαδικασία. Εργάτες πηγαινοέρχονταν κουβαλώντας εργαλεία, κυλώντας βαρέλια για το μούστο, χωνιά και πλάστιγγες. Τα ζώα φορτωμένα με τον πολύτιμο καρπό συνωστίζονταν σχηματίζοντας μεγάλη ουρά. Ξεκινούσαν και οι γκρίνιες από τους αγωγιάτες που ήθελαν να γυρίσουν για να πάρουν το επόμενο «αγώι».
Όταν ερχόταν η σειρά τους, ξεφορτώνονταν τα σταφύλια στην πλάστιγγα, ο ζυγιστής ανεβοκατεβάζοντας τα «ζύγια» με γρήγορες κινήσεις. Τα ζύγιζε και φώναζε δυνατά όνομα και κιλά για να ακούσει ο «γραφιάς». Μετά, τα άδειαζαν με προσοχή να μην σκορπίσει η «κατσούλα» (τα ώριμα). Ένας εργάτης έπαιρνε με μια «πιρούνα» σταφύλια και τα έβαζε στο «μαστέλλο», ένα ξύλινο δοχείο για να «τα πατήσει». Καμιά φορά αν η «πιρουνιά» δεν ήταν καλή, έλεγε περιπαικτικά ο παραγωγός: «αχ στ’ ν καρδιά μη κάρφουσις».
Ο εργάτης με γρήγορες κινήσεις έλιωνε τα σταφύλια, τα έστυβε καλά και το μούστο τον έβαζε στον «τσούκο», ένα σκεύος με μια σίτα στη μέση σα σουρωτήρι, το ανακάτευε και γέμιζε το «γράδο». Ο «γραδαρ’στής» έβγαζε το γράδο και φώναζε το βαθμό. Εκεί, άρχιζαν οι διενέξεις. Επειδή ο μούστος έκανε αφρό, φώναζε ο παραγωγός «του ν’ αφρό φύσα» για να φαίνεται καλά η κλίμακα η «αφού του λέει γιατί δε του φουνάζ’ ς» (δηλαδή αφού φαίνεται η υποδιαίρεση, γιατί δεν την λες δυνατά;) Αν δε συμφωνούσαν για το βαθμό γραδάριζαν έως και τρεις φορές κι έπαιρναν το μέσο όρο. Όλα τα στοιχεία αυτά τα κατέγραφε ο γραφιάς και έκοβε το «μπουλέτο» (απόδειξη παραλαβής). Τις αποδείξεις αυτές τις συγκέντρωναν για να συμφωνήσουν αργότερα με το Συνεταιρισμό.
Τα σταφύλια απ’ την παραλαβή φορτώνονταν σε φορτηγά για το Οινοποιείο της Ένωσης στο Μαλαγάρι και το Καρλόβασι. Το ίδιο και ο μούστος έμπαινε σε μεγάλα βαρέλια και μεταφερόταν στα Οινοποιεία του Συνεταιρισμού άμεσα, για να μην ξεκινήσει ο βρασμός.
Οι τρυγητές στα κέφια τους
Όπως θυμούνται οι παλιοί αμπελουργοί, ήταν εποχές δύσκολες και φτωχικές, αλλά η γιορτή του τρύγου στη Σάμο ήταν (και εξακολουθεί να είναι) ένα μοίρασμα, ένα «συμπόσιο» κεφιού και ομαδικότητας. Μοιράζονταν το φαγητό αλλά και τον κάματο, ενώ, αυτό που κυριαρχούσε ήταν τα γέλια, τα αλληλοπειράγματα, τα τραγούδια.
Όλοι σκυμμένοι έκοβαν και οι κουβαλητάδες, τρέχοντας ανάμεσα στα κλήματα, άδειαζαν τα κοφίνια. Ο πιο έμπειρος απ’ όλους διάλεγε τα πιο ώριμα σταφύλια για να μπουν κάτω-κάτω στα σακιά, για να «βγει ο βαθμός καλός». Όταν το «γομάρι» (φορτίο) ήταν έτοιμο, φόρτωναν για την πρώτη στράτα, ενώ φώναζε το αφεντικό στον αγωγιάτη «τα μάτια σ’ τέσσιρα, μη χάσουμι το γράδο». Ένα γομάρι ήταν 133 κιλά και 14 βαθμούς.
Οι αποστάσεις ανάμεσα στα χωριά και τα αμπελάκια ήταν μακρινές και το να τις διασχίσει κανείς με τα πόδια, ήταν μέγας άθλος. Όμως ο κόσμος μαθημένος στις δυσκολίες δε βαρυγκομούσε, αλλά τα αντιμετώπιζε με χαμόγελο. Έβλεπες γυναίκες μεγάλες με παιδιά να δουλεύουν καρτερικά όλη τη μέρα και το βράδυ φορτωμένες με το καλαθάκι τους γεμάτο διαλεγμένα σταφύλια για το σπίτι, να περπατάνε κουρασμένες στα δύσβατα μονοπάτια των ορεινών χωριών της Σάμου. Όμως και το επόμενο πρωί, με το πρώτο φως, ήταν και πάλι στον τρύγο…
Από τα παλιά χρόνια ως και σήμερα, το μόνο ίσως που έχει αλλάξει στον τρύγο του σαμιώτικου μοσχάτου, είναι το μεταφορικό μέσο: Από τα γαιδουράκια στα αγροτικά οχήματα και από τις «σταφυλοδόχους» στην παραλαβή των σταφυλιών από το Οινοποιείο του Συνεταιρισμού στο Καρλόβασι. Και εκεί, με σεβασμό στην παράδοση αλλά και προηγμένες τεχνικές οινοποίησης παράγονται εξαιρετικής ποιότητας ξηρά, ημίξηρα και γλυκά κρασιά, που έχουν επάξια κερδίσει τη δική τους περίοπτη θέση στο καταναλωτικό κοινό, διεθνώς.
«…Είνι χαρά καμμιά π’να μη θελ’ κρασί; Βαφτίσα, γαμ’, γιουρτές, παν’γύρια, ούλα του κρασί τ’ς θέλ’νι…» (Νικ. Δημητρίου, «Λαογραφικά της Σάμου» τ. Β΄)
Πεζούλες ξερολιθιάς ως πάνω στο βουνό, η ζωοδότρα ανάσα του ήλιου και το αγέρι του Αιγαίου, το έδαφος, το ιδιαίτερο μικροκλίμα, η πατρογονική παρακαταθήκη, η συνεταιριστική δράση, η οινοποίηση, η παλαίωση, οριοθετούν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα terroir παγκοσμίως. Τα αμπελοτόπια της Σάμου είναι δύσβατα, άγονα και άνυδρα, αλλά ταυτόχρονα θησαυρός για την αμπελοκαλλιέργεια. Καταλαμβάνουν έκταση περίπου 14.000 στρεμμάτων όπου και καλλιεργείται το «Άσπρο Μοσχάτο Σάμου», το μικρόρωγο σταφύλι το οποίο θεωρείται ο πιο ευγενής κλώνος της μεγάλης οικογένειας των μοσχάτων. Κι οι Σαμιώτες αμπελοκαλλιεργητές, με χειρωνακτική κυρίως εργασία, πολύ κόπο και πολύ μεράκι, ακολουθούν την παράδοση των πατεράδων και των παππούδων, παράγουν ένα μοναδικό προϊόν.
Το κρασί είναι εμφιαλωμένη ποίηση…
«Το κρασί είναι εμφιαλωμένη ποίηση» έγραφε ο Ρόμπερτ Λούις Στήβενσον. Και αυτού του είδους η ποίηση από το ακριτικό νησί της Σάμου έχει τη δική της ταυτότητα: Ξεχωριστά αρώματα, πολυποίκιλες γεύσεις, φρουτένιες πινελιές και μια καλοκρυμμένη αλλά έντονα απολαυστική επίγευση.
Η μακραίωνη διαδρομή του σαμιώτικου κρασιού, αποτυπώνεται στα ομηρικά έπη, σε ιστορικές πηγές του Ηρόδοτου, του Πλίνιου και του Πολυδεύκη, του Ιπποκράτη, του Γαληνού και του Θεόφραστου.
Αναφορές στο σαμιώτικο κρασί συναντάμε στο ποιητικό έργο του Λόρδου Βύρωνα, του Σικελιανού, του Ελύτη, του Βάρναλη, του Καρυωτάκη και του Καβάφη αλλά και σε βιβλία νεοευρωπαίων λογοτεχνών, όπως η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ.
Όπως αναφέρει στα «Παιχνίδια τ’ ουρανού και του νερού» ο ποιητής της Ρωμιοσύνης Γιάννης Ρίτσος, ο οποίος πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Σάμο:
«…ρώγα τη ρώγα σφίγγει το σταφύλι,
φιλί φιλί ανεβαίνει ο έρωτας.
Δυο τσαμπιά κάθονται στη φούχτα μου…»
90 χρόνια ιστορικής οινικής συνέχειας καταγράφει ο Ε.Ο.Σ Σάμου
Στην οινική παράδοση της Σάμου, πρωτεύουσα θέση κατέχει ο Οινοποιητικός Συνεταιρισμός που φέτος συμπληρώνει 90 χρόνια από την ίδρυσή του.
Το Συνεταιριστικό σχήμα της Σάμου, αποτελεί ένα από τα πιο παλιά και πολυπρόσωπα της Ελλάδας, ενώ συγκαταλέγεται μεταξύ των 10 μεγαλύτερων οινοποιείων της χώρας. Το σαμιώτικο κρασί αποτελεί τον κυριότερο οινικό πρεσβευτή της Ελλάδας στο εξωτερικό, με εξαγωγές σε 25 χώρες της υφηλίου.
Σήμερα, το τρίπτυχο που προσδιορίζει την επιτυχημένη πορεία του «Σαμιώτικου Μοσχάτου» είναι το μικροκλίμα που δημιουργείται χάρη στο γεωφυσικό ανάγλυφο και τη χλωρίδα του νησιού, το εξαιρετικό δυναμικό της ποικιλίας και η αγάπη, το «μεράκι» των ανθρώπων που εμπλέκονται με αυτό.
Για όλους αυτούς τους λόγους, το σαμιώτικο κρασί που διαθέτει μια από τις παλαιότερες κατοχυρώσεις ελεγχόμενης ονομασίας προέλευσης της Ευρώπης, ατενίζει το μέλλον με σιγουριά.