AegeanReport - Με αγάπη για το Βόρειο Αιγαίο! Ειδήσεις, παράδοση, πολιτική, καλλιτεχνικά, πολιτισμός.
Η ναυμαχία της Ερεσού θεωρείται η πρώτη κατά μέτωπο ναυμαχία που έδωσαν οι Έλληνες ναυμάχοι στην ελληνική επανάσταση του 1821 με πλοίο γραμμής, δίκροτο, του τότε αυτοκρατορικού οθωμανικού στόλου, η οποία και διεξήχθη στις 27 Μαΐου του 1821 στον όρμο Ερεσού της Λέσβου.
Πρωταγωνιστής της ναυμαχίας αυτής ήταν ο Δημήτριος Παπανικολής ο οποίος και επιχείρησε για πρώτη φορά με απόλυτη επιτυχία “πυρπόληση” με χρήση “καυστικού” όπως λεγόταν αρχικά το πυρπολικό με αποτέλεσμα την ανατίναξη του εχθρικού πλοίου.
Η επιτυχία αυτή υπήρξε ιδιαίτερα σημαντική τόσο στο ηθικό των Ελλήνων ναυμάχων, για την μελλοντική εξέλιξη στον κατά θάλασσα αγώνα όσο και αντίστροφα στο ηθικό των Τούρκων προ του καινοφανούς αυτού τύπου καταδρομής και δολιοφθοράς. Παράλληλα όμως τραγική συνέπεια αυτής ήταν η καταστροφή των Κυδωνιών (του Αϊβαλί) που ακολούθησε 15 ημέρες αργότερα.
Πενήντα Ψαριανά, Υδραίικα και Σπετσιώτικα πλοία, είχαν αποκλείσει τον τούρκικο στόλο, στον κόλπο της Ερεσού στη Λέσβο. Ο ψαριανός καπετάνιος Δημήτριος Παπανικολής μαζί με 21 άλλους έλληνες ναυτικούς θα καταφέρει να πυρπολήσει, με ηφαίστειο, δίκροτο πλοίο του εχθρικού στόλου, που έφερε 74 πυροβόλα και είχε δύναμη 1.000 ανδρών.
Πηδαλιούχος του ελληνικού πλοίου ήταν ο Λαγκαδιανός Ιωάννης Θεοφιλόπουλος ή Καραβόγιαννης, ενώ το ηφαίστειο το οποίο χρησιμοποιήθηκε ήταν το πρώτο που κατασκευάστηκε, και ήταν εφεύρημα του Παργιανού Ιωάννη Πατατούκου ή Δημολίτσα.
Η πυρπόληση του τουρκικού πλοίου στην Ερεσό υπήρξε το πρώτο μεγάλο ναυτικό κατόρθωμα του ’21. Μετά από τη βύθισή του ο οθωμανικός στόλος απέπλευσε για τον Ελλήσποντο.
Οι Έλληνες, που ως εκείνη την ημέρα αναλογίζονταν με φόβο την άνιση αναμέτρηση με τον τουρκικό στόλο, αναθαρρούν και συνειδητοποιούν τη δύναμή τους.
Στις 23 Μαΐου του 1821, ο ελληνικός στόλος αποτελούμενος από 57 πλοία, απέπλευσε από τα Ψαρά και τέθηκε προς αναζήτηση του τουρκικού στόλου, για τον οποίον υπήρχαν πληροφορίες ότι από μέρα σε μέρα αναμενόταν η έξοδός του από τα Στενά.
Την επομένη, οι Έλληνες ναύαρχοι ειδοποιήθηκαν ότι εθεάθηκαν τρία πλοία προερχόμενα από τα Στενά. Τα δύο από αυτά ήταν μπρίκια και το τρίτο αρκετά μεγαλύτερο ακολουθούσε σε απόσταση.
Αμέσως εστάλησαν πλοία προς συνάντηση των δύο μπρικίων. Ήταν εμπορικά με ρωσική σημαία και κατευθύνονταν προς την Ευρώπη. Οι πλοίαρχοί τους έδωσαν την πληροφορία στους Έλληνες ότι το πλοίο που τους ακολουθούσε ήταν πολεμικό δίκροτο χωρίς σημαία. Οι Έλληνες πλοίαρχοι συμπέραναν ότι ήταν εχθρικό και αποτελούσε την προφυλακή του τουρκικού στόλου (αναφέρεται με το όνομα «Μανσουριγιά» ή «Φερμάν Ντεϊνεμέζ»). Το πήραν στο κατόπι, αλλά ενώ εκείνο έπλεε στο στενό της Χίου, άλλαξε ξαφνικά διεύθυνση και στράφηκε προς τις δυτικές ακτές της Λέσβου και συγκεκριμένα προς το λιμάνι της Ερεσσού.
Τα ελληνικά πλοία το παρακολουθούσαν από απόσταση, καθώς το μέγεθος και ο οπλισμός του δεν επέτρεπαν την προσέγγισή του. Εν τούτοις, το πλοίο του υδραίου Γιάννη Ζάκκα άρχισε να βάλει κατά του δικρότου. Δέχθηκε, όμως, σφοδρά πυρά από τα κανόνια του τουρκικού πολεμικού και γρήγορα αναγκάσθηκε να οπισθοχωρήσει, με απώλειες τρεις νεκρούς κι έναν τραυματία.
Το δίκροτο στη συνέχεια προσορμίστηκε στο λιμάνι της Ερεσσού και αποβίβασε απόσπασμα στην ξηρά. Ως αποστολή είχε να ενισχύσει με πολεμοφόδια και άνδρες τις φρουρές στα νησιά κατά μήκος της Μικράς Ασίας. Έφερε 74 πυροβόλα και ισχυρή στρατιωτική δύναμη, αποτελούμενη από 1000 και πλέον άνδρες. Το ελληνικό ναυτικό αποτόλμησε και δεύτερη επίθεση με τη γολέτα του Τομπάζη, αλλά τα φοβερά πυρά του ανάγκασαν τους Έλληνες να εγκαταλείψουν το εγχείρημα.