AegeanReport - Με αγάπη για το Βόρειο Αιγαίο! Ειδήσεις, παράδοση, πολιτική, καλλιτεχνικά, πολιτισμός.
Ανάλυση της απειλής για τη Λέσβο
Κατά την ανάλυση κινδύνου αξιολογούμε πόσο πιθανό είναι ένα γεγονός να συμβεί, την ένταση που μπορεί να έχει, καθώς και το μέγεθος των επιπτώσεων στην περίπτωση που αυτό συμβεί. Έτσι, σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα και τις κοινώς αποδεκτές επιστημονικές μεθόδους, για να εκτιμήσουμε το μέγεθος της απειλής μιας πυρκαγιάς αξιολογούμε τις εξής επιμέρους παραμέτρους:
Απειλή πυρκαγιάς = Πιθανότητα εκδήλωσης πυρκαγιάς x Ένταση μετώπου πυρκαγιάς x Απειλούμενες αξίες
Η πιθανότητα εκδήλωσης προσδιορίζεται από την «ευφλεκτικότητα» του οικοσυστήματος, δηλαδή τη δυναμική για εύκολη έναρξη και εξέλιξη της πυρκαγιάς (και εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά της βλάστησης και τη δομή της συστάδας) και τις «αιτίες έναρξης» (συχνότητα εστιών), ενώ η ένταση της πυρκαγιάς κυρίως από την καυσιμότητα ή δυναμικό καύσης της ύλης, δηλαδή τον τύπο, την ποσότητα και τη συνέχεια της καύσιμης ύλης. Σημειώνεται ότι η ανάλυση αυτή εκτιμά την απειλή σε ένα δάσος ανεξαρτήτως των καιρικών συνθηκών που επικρατούν σε μια συγκεκριμένη στιγμή (θερμοκρασία αέρα, άνεμος κλπ) και την επίπτωση τους στο δάσος (πχ υγρασία καύσιμης ύλης).
Εφαρμόζοντας τη μέθοδο, σύμφωνα με τις τεχνικές προδιαγραφές που ορίζει το Υπουργείο Περιβάλλοντος, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η κατάσταση του πευκοδάσους στην ανατολική Λέσβο παρουσιάζει τη μέγιστη δυνατή ευφλεκτικότητα και το μέγιστο δυναμικό καύσης, ενώ ο βαθμός συνέχειας της βλάστησης είναι μεγάλος. Η ανάλυση επικινδυνότητας καταδεικνύει ότι η απειλή πυρκαγιάς είναι πολύ μεγάλη, λαμβάνοντας βαθμολογία 8-9 στην κλίμακα 1-10. Είναι δηλαδή πιθανό ή πολύ πιθανό να εκδηλωθεί μια πολύ καταστροφική, μεγάλης έντασης πυρκαγιά στη Λέσβο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η ευφλεκτικότητα του δάσους και η ένταση μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς στο πευκοδάσος της Λέσβου είναι μεγαλύτερες από τις αντίστοιχες τιμές στις εκτάσεις που κάηκαν το καλοκαίρι του 2023 στη Ρόδο και στον Έβρο. Το δάσος της Λέσβου δεν κάηκε μέχρι σήμερα γιατί δεν έτυχε να υπάρξει κάποια εστία που να ξεφύγει του ελέγχου υπό δυσμενείς καιρικές συνθήκες. Αυτό εξηγείται μεθοδολογικά, καθότι μέχρι σήμερα η παράμετρος «αιτίες έναρξης» είναι χαμηλή, δεν υπάρχουν δηλαδή συχνές εστίες πυρκαγιάς στο δάσος.
Η λειτουργία της Βάστριας και η απειλή πυρκαγιάς
Στην περίπτωση λειτουργίας της προσφυγικής δομής στη θέση Βάστρια, τα στοιχεία της προηγούμενης ανάλυσης μεταβάλλονται, τόσο ως προς τον παράγοντα «Αιτίες πυρκαγιάς», όσο και ως προς τις «Απειλούμενες αξίες». Η εμπειρία μέχρι σήμερα από αντίστοιχες δομές προσφύγων που έχουν λειτουργήσει στη χώρα μας έχει δείξει ότι σε αυτές σημειώνονται δεκάδες εστίες πυρκαγιάς κάθε χρόνο. Αυτή είναι η εμπειρία και στη Λέσβο, τόσο από τη δομή της Μόριας, η οποία κάηκε παρά τα μέτρα πυροπροστασίας που είχαν ληφθεί, τη μόνιμη παρουσία πυροσβεστικής και το κατασκευασμένο δίκτυο πυρόσβεσης, όσο και από τη νέα δομή στο Μαυροβούνι, στην οποία μέχρι σήμερα έχουν σημειωθεί και εκεί πολλές πυρκαγιές.
Όσον αφορά τις «απειλούμενες αξίες», 5000+ άνθρωποι σχεδιάζεται να μεταφερθούν και να διαμένουν στο δάσος, ενώ αρκετές χιλιάδες μόνιμοι κάτοικοι διαμένουν στα χωριά σε ζώνες μίξης δασών – οικισμών. Οι ζωές αυτές τίθενται σε άμεσο κίνδυνο σε περίπτωση πυρκαγιάς. Εκτός από τις ανθρώπινες ζωές, τις περιουσίες και τις παραγωγικές δραστηριότητες των κοινοτήτων αυτών, απειλούμενες αξίες αποτελούν τα φυσικά οικοσυστήματα, τα οποία λόγω της σημαντικής οικολογικής τους αξίας προστατεύονται σχεδόν στο σύνολο τους από το Ευρωπαϊκό δίκτυο Natura, ενώ η περιοχή της Βάστριας αποτελεί Καταφύγιο Άγριας Ζωής.
Στην περίπτωση επομένως που λειτουργήσει η προσφυγική δομή οι παράγοντες «Αιτίες πυρκαγιάς» και «Απειλούμενες αξίες» λαμβάνουν τις υψηλότερες τιμές και σε συνδυασμό με τις υψηλές τιμές ευφλεκτικότητας και καυσιμότητας, η απειλή πυρκαγιάς αυξάνεται ακόμη περισσότερο λαμβάνοντας τη μέγιστη δυνατή τιμή στην κλίμακα επικινδυνότητας, 10/10. Στην περίπτωση αυτή δηλαδή, η απειλή πυρκαγιάς είναι εξαιρετική και υπάρχει πολύ αυξημένη πιθανότητα να εκδηλωθεί μια μεγαπυρκαγιά με πολύ καταστροφικά αποτελέσματα.
Πυροπροστασία σημαίνει διαχείριση του δάσους
Έχει γίνει πλέον αντιληπτό – στην Ελλάδα και το εξωτερικό – ότι το θέμα της δασοπυροπροστασίας δεν γίνεται να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα πολιτικής προστασίας, αλλά ως ζήτημα διαχείρισης των δασών. Οι μεγαπυρκαγιές είναι φυσικές καταστροφές που μπορούν σε μεγάλο βαθμό να προβλεφθούν και να προληφθούν (σε αντίθεση π.χ. με ένα σεισμό). Η καύσιμη ύλη αυξάνεται με αργούς ρυθμούς και γνωρίζουμε πόση είναι και που βρίσκεται, γνωρίζουμε τον τύπο και τα είδη της βλάστησης, την ύπαρξη ή την απουσία υπορόφου, και την κατάσταση του φυλλοτάπητα σε κάθε συστάδα του δάσους. Γνωρίζουμε επίσης τη γεωμορφολογία της περιοχής και τους κυρίαρχους ανέμους. Και αν και δεν μπορούμε να επηρεάσουμε τους δύο τελευταίους παράγοντες, μπορούμε όμως να διαμορφώσουμε το δάσος κατάλληλα ώστε να το καταστήσουμε περισσότερο πυρανθεκτικό. Με τη διαχείριση του δάσους και την απομάκρυνση της καύσιμης ύλης μπορούμε να μειώσουμε την ευφλεκτικότητα και την καυσιμότητα του, δηλαδή την πιθανότητα διάδοσης και την ένταση μιας πυρκαγιάς.
Η καλλιέργεια του δάσους και οι κατάλληλοι δασοκομικοί χειρισμοί, όπως οι αραιωτικές υλοτομίες, οι κλαδεύσεις των δένδρων και οι καθαρισμοί έχουν σαν αποτέλεσμα τη μείωση της ποσότητας της καύσιμης ύλης και τη διάσπαση της οριζόντιας και κάθετης συνέχειας της. Κατά την πυρκαγιά του 2012 στη Χίο, στις συστάδες του πευκοδάσους που είχαν γίνει καθαρισμοί και είχε μειωθεί η νεκρή βιομάζα (πευκοβελόνες και νεκρά κλαδιά), η πυρκαγιά πέρασε έρπουσα, καίγοντας τον φυλλοτάπητα χωρίς να κάψει τα δέντρα. Το ριζικό τους σύστημα παρέμεινε ζωντανό και συνέχισε να συγκρατεί το έδαφος και τα περισσότερα ζώα κατάφεραν να επιβιώσουν από την χαμηλής έντασης πυρκαγιά είτε διαφεύγοντας είτε βρίσκοντας καταφύγιο στο έδαφος. Σε συστάδες που είχαν γίνει αραιωτικές υλοτομίες, νησίδες υψηλού δάσους παρέμειναν άκαυτες, οι οποίες αποτέλεσαν καταφύγιο για την βιοποικιλότητα και διευκόλυναν την αναγέννηση με την παροχή σπερμάτων στις γειτονικές καμένες περιοχές.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σε ορισμένες περιπτώσεις οι αντιπυρικές ζώνες μπορεί να είναι χρήσιμες στην αντιμετώπιση μιας πυρκαγιάς, αλλά η εμπειρία έχει δείξει ότι δεν είναι αποτελεσματικές στην περίπτωση των πευκοδασών, ιδίως υπό συνθήκες ισχυρών ανέμων. Επομένως, δεν μπορούν σε καμία περίπτωση οι αντιπυρικές ζώνες να αποτελέσουν το κύριο μέτρο αντιπυρικής προστασίας, θα πρέπει να καταστήσουμε πυρανθεκτικό το δάσος στο σύνολο του.
Οι μεγαπυρκαγιές δεν σβήνονται, προλαμβάνονται
Ο σκοπός της δασικής διαχείρισης υπό τις νέες συνθήκες της κλιματικής κρίσης είναι να μεταβούμε σε ένα καθεστώς λιγότερο συχνών και μικρότερης έντασης πυρκαγιών. Αυτό εξυπηρετεί τόσο τους στόχους μετριασμού της κλιματικής κρίσης (λιγότερες εκπομπές άνθρακα στην ατμόσφαιρα) όσο και την προσαρμογή σε αυτή (άμβλυνση των καταστροφικών επιπτώσεων των πυρκαγιών και διατήρηση των προστατευτικών υπηρεσιών του δάσους).
Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτό το καθεστώς επικρατούσε κατά τις δεκαετίες του 50, 60 και 70, όταν οι καμένες εκτάσεις στην Ελλάδα ήταν 3-4 φορές λιγότερες από σήμερα, αν και τα μέσα πυρόσβεσης (χερσαία και εναέρια) ελάχιστα. Αυτό συνέβαινε ακριβώς γιατί τα δάση διαχειρίζονταν και δεν υπήρχαν σε αυτά μεγάλες ποσότητες συσσωρευμένης καύσιμης ύλης. Τις δεκαετίες εκείνες λειτουργούσε η πρόληψη των πυρκαγιών, όχι με σκοπό την αντιπυρική προστασία αλλά επειδή η δασική διαχείριση ήταν μια παραγωγική δραστηριότητα και το ξύλο πολύτιμος πόρος.
Αν και έχουν περάσει πολλά χρόνια από τις μεγαπυρκαγιές τις Πελοποννήσου, το πάθημα δεν μας έγινε μάθημα. Η εγκατάλειψη της διαχείρισης των δασών στη χώρας συνεχίζεται ενώ όλο και μεγαλύτερες εκτάσεις καίγονται. Παρόλα αυτά, η ελληνική πολιτεία επιμένει στην ίδια στρατηγική, και, αγνοώντας τις εισηγήσεις επιστημονικών φορέων για την σημασία της πρόληψης των πυρκαγιών και τα πορίσματα των επιτροπών της Βουλής – παρά το γεγονός ότι έχουν διακομματική αποδοχή –, συνεχίζει να δαπανά ανεπιτυχώς μεγάλα ποσά για την καταστολή και ελάχιστα για την πρόληψη.
Αποκατάσταση μετά τη πυρκαγιά
Υπό κανονικές συνθήκες ο τυπικός χρόνος επανάκαμψης και αποκατάστασης των φυτοκοινοτήτων των Μεσογειακών πευκοδασών είναι 3-4 δεκαετίες, αυτό όμως εξαρτάται από πολλούς παράγοντες, όπως η ένταση της πυρκαγιάς, το μεσοδιάστημα από προηγούμενη πυρκαγιά κ.α.. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το πευκοδάσος της Λέσβου αντιμετωπίζει μια επιπλέον σημαντική δυσκολία, καθώς αναπτύσσεται στο σύνολο του σε εδαφικό υπόστρωμα που το καθιστά δύσκολο να αναγεννηθεί στην περίπτωση που καεί. Βρίσκεται σε εδάφη από σερπεντινικά πετρώματα τα οποία περιέχουν υψηλές συγκεντρώσεις βαρέων μετάλλων και είναι τοξικά, φτωχά σε θρεπτικά στοιχεία και με φυσικές ιδιότητες δυσμενείς για τη ανάπτυξη των φυτών. Τη δυσκολία της αναγέννησης του δάσους στα εδάφη αυτά την διαπιστώνουμε στις καμένες εκτάσεις στην περιοχή της Χαραμίδας – Κρατήγου, η οποία έχει παρόμοια εδαφολογικά χαρακτηριστικά.
Είναι αβέβαιο σε πόσα χρόνια μετά από μια τέτοια πυρκαγιά θα μπορέσει το δάσος της Λέσβου να αποκατασταθεί και αν θα μπορέσει να επανέλθει στην προηγούμενη κατάσταση. Ότι γνωρίζουμε στη δασική επιστήμη μέχρι σήμερα για την αποκατάσταση των δασικών οικοσυστημάτων βασίζεται στην μέχρι σήμερα εμπειρία υπό σταθερές κλιματικές συνθήκες και δεν έχει εφαρμογή στην νέα εποχή της κλιματική κρίσης. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι σε 30-40 χρόνια το κλίμα στην Ελλάδα θα είναι διαφορετικό, με περισσότερες ημέρες καύσωνα κάθε χρόνο, παρατεταμένες περιόδους ξηρασίας και ακραία καιρικά φαινόμενα που κάθε χρόνο θα γίνονται όλο και πιο έντονα και πιο συχνά. Γνωρίζουμε επίσης ότι η υγεία, η σταθερότητα και η δυναμική αύξησης των δασικών οικοσυστημάτων είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στους κλιματικούς αυτούς παράγοντες και ότι οι πυρκαγιές συχνά έχουν το ρόλο καταλύτη που επιταχύνει την υποβάθμιση των εδαφών και την ερημοποίηση. Δεν μπορούμε επομένως παρά να είμαστε ιδιαίτερα ανήσυχοι για την αποκατάσταση αυτού του δάσους μετά την πυρκαγιά.
Συμπεράσματα
Η ανάλυση κινδύνου για την περίπτωση της Λέσβου έρχεται να επιβεβαιώσει κάτι το οποίο ο καθένας που έχει γνώση της περιοχής καταλαβαίνει. Δεν χρειάζεται να είναι κάποιος ειδικός ή να τρέξει κάποιο μοντέλο πρόβλεψης της συμπεριφοράς της πυρκαγιάς για να αντιληφθεί ότι αν υπάρξει μια πυρκαγιά στη Βάστρια, με το καλοκαιρινό μελτέμι μπορεί να κάψει όλο το πευκοδάσος και να φτάσει μέχρι την περιοχή του Πλωμαρίου. Η χωροθέτηση της προσφυγικής δομής στο βορειότερο άκρο του πευκοδάσους είναι εντελώς ακατάλληλη και εξαιρετικά επικίνδυνη. Είναι πραγματικά σαν να πάμε στον αχυρώνα και να παίζουμε με τα σπίρτα. Σε αυτές τις συνθήκες, προκατασταλτικά μέτρα αντιπυρικής προστασίας όπως π.χ. θερμικές κάμερες, αντιπυρικές ζώνες, και υδατοδεξαμενές, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν θα μπορέσουν να αποτρέψουν την καταστροφή.
Στην περίοδο παγκόσμιας θέρμανσης και κλιματικής αποσταθεροποίησης, κρίσιμος στόχος είναι η αύξηση της ανθεκτικότητας των φυσικών οικοσυστημάτων μέσω της αποτροπής μεγάλων, καταστροφικών πυρκαγιών. Τα δάση αποτελούν το σημαντικότερο σύμμαχο στην προσπάθεια μας για προσαρμογή στις νέες συνθήκες και την αποτελεσματικότερη υποδομή αντιπλημμυρικής προστασίας.
Η πολιτεία έχει την ευθύνη για το σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής και προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της ανθρώπινης ζωής από φυσικές καταστροφές. Στην περίπτωση της Λέσβου τα τελευταία χρόνια βλέπουμε το κράτος να λειτουργεί προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση, αλλάζοντας επανειλημμένα την περιβαλλοντική νομοθεσία και καταργώντας προστατευτικές διατάξεις του νόμου, με σκοπό την ολοκλήρωση ενός έργου με καταστροφικές επιπτώσεις. Δεν νοείται η εκπόνηση της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων ενός έργου, η οποία πρωταρχικά εξετάζει το θέμα της χωροθέτησης και διερευνά εναλλακτικές θέσεις, να γίνεται εκ των υστέρων, μετά την κατασκευή του έργου. Και δεν προσφέρει τίποτα περισσότερο παρά μόνο να «νομιμοποιήσει» έναν ήδη αποφασισμένο σχεδιασμό.
Ας αναλογιστούμε τις επιπτώσεις που θα έχει μια τέτοιας κλίμακας μεγαπυρκαγιά για τη Λέσβο, αν αντί για τα δάση και το μοναδικό μωσαϊκό αγροδασικών τοπίων της Λέσβου, μια μέρα αντιμετωπίσουμε τεράστιες καμένες εκτάσεις. Ας σκεφτούμε τις επιπτώσεις στο μικροκλίμα της περιοχής, στην ποιότητα του αέρα, στον υδροφόρο ορίζοντα και τα υπόγεια ύδατα, στη βιοποικιλότητα, στην υποβάθμιση και την απώλεια της παραγωγικής ικανότητας του εδάφους, στα πλημμυρικά φαινόμενα, στη διάβρωση και την ερημοποίηση, στον τουρισμό και τη δασική αναψυχή, στη μελισσοκομία, στην κτηνοτροφία, στην αγροτική παραγωγή. Ας σκεφτούμε τις επιπτώσεις στα χωριά, στην ψυχική υγεία του πληθυσμού, στα παιδιά που μεγαλώνουμε και θα αναγκαστούν να φύγουν μετά από μια τέτοιας κλίμακας καταστροφή και ας αναλάβει ο καθένας τις ευθύνες του.